- φτ(ε)ιαγμένος
- η , ο1) сделанный, изготовленный; построенный; созданный; 2) поддельный; ненатуральный;
§ ταχουν φτ(ε)ιαγμένα — а) между ними любовная связь; — б) они примирились
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ταχουν φτ(ε)ιαγμένα — а) между ними любовная связь; — б) они примирились
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοφτ(ε)ιαγμένος — και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, η βλ. καλοφτ(ε)ιάνω … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιαγμένος — η, ο, Ν βλ. φτειάχνω … Dictionary of Greek
χοντροφτ(ε)ιαγμένος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος, χοντροκάμωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φτ(ε)ιάχνω] … Dictionary of Greek
κακόφτ(ε)ιαχτος — η, ο φτ(ε)ιαγμένος αδέξια και ακαλαίσθητα, κακοφτ(ε)ιαγμένος, κακοκαμωμένος … Dictionary of Greek
κακοφτ(ε)ιάνω — 1. κατασκευάζω κάτι ελαττωματικά ή ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοφτ(ε)ιαγμένος και κακοφτ(ε)ιασμένος, η, ο κακοκαμωμένος, ελαττωματικός, δύσμορφος, ασουλούπωτος ή (για πράγμ.) αδέξια κατασκευασμένος … Dictionary of Greek
κακοφυής — ές (AM κακοφυής, ές) αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. (για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται,… … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
καλόφτ(ε)ιαστος — και καλόφτ(ε)ιαχτος, η, ο [καλοφτειάνω] αυτός που έχει κατασκευαστεί καλά, στερεά, καλοφτ(ε)ιαγμένος («καλόφτ(ε)ιαστη βάρκα») … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek